περίφραξη

περίφραξη
η / περίφραξις, -άξεως, ΝΜ [περιφράσσω]
η κατασκευή φράχτη ολόγυρα, η περίκλειση με φράχτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίφραξη — η το κλείσιμο με φράχτη, φράξιμο: Για τις περιφράξεις υπάρχουν ειδικά συνεργεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρακτικός — ή, ό / φρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και φραχτικός Ν [φρακτός / φραχτός] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για περίφραξη («φρακτική δενδροστοιχία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φραχτικά η δαπάνη για την περίφραξη αρχ. μτφ. (για πρόσ.) κατάφρακτος, πάνοπλος… …   Dictionary of Greek

  • φραχτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος για περίφραξη ή απόφραξη: Φραχτική δεντροστοιχία. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραχτικά τα έξοδα για την περίφραξη (χωραφιού, αμπελιού, οικοπέδου κτό.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άντηρας — κ. άντζηρας, ο 1. πλάκα ή πέτρα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη αλωνιού ή μάντρας 2. ανάχωμα ή χαντάκι, όριο μεταξύ δύο αγρών …   Dictionary of Greek

  • αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… …   Dictionary of Greek

  • απερίφρακτος — κ. απερίφραχτος, η, ο (AM ἀπερίφρακτος, ον) ο δίχως περίφραξη, απεριτοίχιστος, αμάνδρωτος αρχ. απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος …   Dictionary of Greek

  • ερκίτης — ἑρκίτης, ὁ (Α) ο δούλος που διέμενε στους αγρούς τού κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῑσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • μάνταλος — και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος) σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης νεοελλ. στρατ. μηχανισμός τού κλείστρου τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”